Είναι τέτοια η σημερινή ημέρα ώστε μας έρχονται στο μυαλό διάφορες σκέψεις σχετικές με ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα .Επειδή πιστεύουμε ότι ο αθλητισμός είναι συνδεδεμένος με τον πολιτισμό και καθώς ο Πορφύρας πρεσβεύει μία ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ κουλτούρα και στάση ζωής ,κρίναμε σκόπιμο να συγκεντρώσουμε ορισμένα στοιχεία για τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα ,απο τον οποίο πήρε ο σύλλογος μας το όνομα του το 1957 ,όταν μια παρέα απο Φρεαττυδιώτες έπαιζαν ποδόσφαιρο μπροστά απο το άγαλμα του κι αποφάσισαν να δώσουν το όνομα του ποιητή στην ομάδα που θέλησαν να δημιουργήσουν ,ώστε να τιμήσουν την γειτονιά τους ,την γειτονιά μας .
Δε θα χάσετε αν τα διαβάσετε .Αλλωστε ,η ζωή μας δεν είναι μόνο τα σπορ αλλά όλα αυτά που μας κάνουν καλύτερους ώστε να μπορούμε πραγματικά να απολαμβάνουμε όσα μας αρέσουν.
Και να ξέρετε όλοι ότι ο Πορφύρας είναι μία ΑΛΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ.
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Λάμπρος Πορφύρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου) γεννήθηκε το 1879 στη Χίο, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον Πειραιά. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ταξίδεψε για λίγο στην Ευρώπη και όταν επέστρεψε, το 1909, συντάχθηκε με τους δημοτικιστές και υπέγραψε το καταστατικό της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης», που εργαζόταν για την επικράτηση του δημοτικισμού αλλά και του σοσιαλισμού. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, από το 1917 όμως και έπειτα έζησε μια μοναχική ζωή κοντά σε απλοϊκούς ψαράδες και στα ταβερνάκια της Φρεαττύδας. Μόνη του ενασχόληση ήταν η ποίηση. Θαύμαζε τον Σολωμό, από τα έργα του οποίου εμπνεύστηκε το ψευδώνυμό του. Πέθανε στον Πειραιά το 1932.
Όσο ζούσε, τύπωσε μόνο μια ποιητική συλλογή με τίτλο Σκιές (1920). Μετά τον θάνατό του, ο αδελφός του τύπωσε και τα υπόλοιπα ποιήματά του (Μουσικές φωνές, 1934), ενώ συγκεντρωτική έκδοση έκανε ο Γ. Βαλέτας το 1956. Τα ποιήματά του, όπως και τη ζωή του, διακρίνει μια τάση φυγής από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό κι ο Δημοσθένης Βουτυράς τον χαρακτήρισε «σκιά», τόσο για την ονειρώδη φύση της ποίησής του όσο και για την αθόρυβη ζωή του: κοιτούσε επί ώρες τη θάλασσα και τα ηλιοβασιλέματα των πειραϊκών ακτών. Κύριο γνώρισμα των ποιημάτων του είναι η θλίψη και η μελαγχολία, η υποβλητική ατμόσφαιρα και η μουσικότητα.
Η κριτική για το έργο του
«Το έργο του αντανακλά την ακινησία της ζωής του στην κλειστή ατμόσφαιρα του λιμανιού και της πειραιώτικης γειτονιάς, καθρεφτίζοντας τον καθημερινό του περίγυρο όχι όπως είναι, μα όπως διαθλάται περνώντας μέσα απ’ τον συναισθηματικό του κόσμο. Χωρίς να φροντίζει ξεχωριστά τη φόρμα, δεν την παραμελεί κιόλας εντελώς, αφήνοντας τη μελαγχολία του αβίαστα να μετουσιωθεί σε λυρισμό. Κι ωστόσο, παραμένει εκλεκτικός κι αποσταγματικός, γράφει μόνον όταν έχει κάτι να προσθέσει και σωπαίνει συνήθως πιο πολύ απ’ όσο μιλάει. Η σιωπή αυτή δεν είναι μια σιωπή ουδέτερη και χωρίς υπόστρωμα. Ίσα-ίσα, αποτελεί συμπληρωματική έκφραση του συναισθηματισμού του, ενός συναισθηματισμού χαμηλόφωνου και μοιρολατρικού, που δεν εκδηλώνεται ποτέ με χειρονομίες και με ύψωμα του τόνου, αλλά εκφράζεται μέσα απ’ την όλη ατμόσφαιρα του έργου του.
Η ποίηση του Πορφύρα, περισσότερο απ’ όσο προβάλλει άμεσα το ίδιο το συναίσθημα, το υποβάλλει. Δε χρησιμοποιεί κοσμητικά επίθετα και σύνθετα, δεν έχει καν φανταχτερό λεκτικό πλούτο, ούτε πλούτο εικόνων. Η βαθύτερη φύση του και η ουσία του λυρισμού του είναι μουσική, χωρίς σπουδαία ενάργεια στα εξωτερικά παραστατικά του μέσα. Κι οι εικόνες του, όπου κάνουν αισθητή την παρουσία τους, θαρρείς και υποβάλλονται κι εκείνες με τη μουσική αοριστία της ατμόσφαιρας. Κι όμως, υπάρχουν κάποια κρυμμένα ποιητικά θέλγητρα, παρομοιώσεις, σχήματα μεταφοράς, καίρια επίθετα, ριγμένα με μια καλλωπιστική απλότητα κι απόλυτα εναρμονισμένα με τη λυρική του διάθεση. Υπάρχει ακόμα κάπου-κάπου, πίσω απ’ την ηπιότητά του, μια σκοτεινή νότα υποβολής, σαν υπόκρουση στο σκηνικό του ποιήματος, όπως στα “Καράβια”, στο “Lacrimae rerum”, στο “Έρημο μονοπάτι”, στα “Ερημοκλήσια” κι αλλού, ένας αξεδιάλυτος τόνος, που άλλοτε συγχέει το μυστήριό του με κάποιο μυστικό, που σφράγισε ίσως τελειωτικά τη ζωή του ποιητή κι απόμεινε για πάντα θαμμένο στη σιωπή, κι άλλοτε με το μυστήριο της ίδιας της ανθρώπινης μοίρας.»