του Βαγγέλη Βερτόπουλου
Ψυχοθεραπευτής/αθλητικός ψυχολόγος
για το coaching-therapy.gr
Παρακολουθώ συχνά αγώνες και προπονήσεις διαφόρων αθλημάτων και ηλικιακών κατηγοριών λόγω των αθλητών με τους οποίους συνεργάζομαι και παρατηρώ με μεγάλο ενδιαφέρον και άλλοτε με χαρά, άλλοτε με λύπη, τη συμπεριφορά των γονέων.
Υπάρχουν οι γονείς που έχουν μια πραγματικά βοηθητική στάση προς το παιδί τους που αγωνίζεται και προσπαθεί.
Τι σημαίνει βοηθητική στάση: Είναι ηθικά στο πλευρό του, το στηρίζουν και το διευκολύνουν στην προσπάθειά του, αποδέχονται πως η αθλητική του προσπάθεια είναι ιδιοκτησία και υπόθεση του παιδιού, κατανοούν τις απογοητεύσεις και παραμένουν περήφανοι για το παιδί τους είτε αυτό κερδίζει είτε χάνει.
Και υπάρχουν γονείς που – τις περισσότερες φορές άθελά τους – υιοθετούν μια στάση που δε βοηθά το παιδί, ούτε άμεσα στην αθλητική του προσπάθεια, αλλά ούτε και σε βάθος χρόνου στη ζωή του. Γονείς κολυμβητών με τα χρονόμετρα στα κινητά τους τηλέφωνα να μετράνε τις επιδόσεις των παιδιών τους στην προπόνηση, καλαθοσφαιριστών και ποδοσφαιριστών να παρεμβαίνουν στις αποφάσεις των προπονητών ή να σχολιάζουν στο παιδί μετά την προπόνηση ή τον αγώνα το τι δεν έκανε καλά και να κρίνουν την απόδοσή του.
Ή γονείς που σε αγώνες φωνάζουν υπερβολικά για να ενισχύσουν την προσπάθεια των παιδιών τους ή της ομάδας τους, ενώ ουσιαστικά συμπεριφέρονται αντιαθλητικά και εκφοβιστικά προς τους αντιπάλους.
Οι στάση του γονέα τόσο στην προπόνηση όσο και στον αγώνα του παιδιού μπορεί να έχει κάποιες σημαντικές συνέπειες στην απόδοση του παιδιού, αλλά και στο τι τελικά κερδίζει από τον αθλητισμό. Και το διακύβευμα είναι πολύ περισσότερο από μετάλλια και ρεκόρ. Το παιδί του οποίου ο γονιός είναι ένας «φανατικός οπαδός», ή παρεμβαίνει κρίνοντας την απόδοσή του, ή σχολιάζει τις αποφάσεις του προπονητή, σταδιακά χάνει την ιδιοκτησία του αθλήματος που αγαπά. Καταλήγει να κάνει το άθλημά του επειδή είναι σημαντικό για τον εγωισμό του γονιού του, σαν να είναι υπάλληλός του.
Και για να διακριθεί ένας αθλητής είναι απαραίτητο να κάνει με κέφι το άθλημά του. Πόσο κέφι έχει κάποιος όταν το κάνει για να ικανοποιήσει τα απωθημένα κάποιου άλλου;
Επιπλέον, όταν οι γονείς κρίνουν την απόδοση του παιδιού και δείχνουν ότι το σημαντικό είναι η νίκη ή η ήττα με το να το δοξάζουν όταν κερδίζει και να έχουν ακραίες αντιδράσεις όταν χάνει, το παιδί αυτό που καταλαβαίνει είναι πως «αξίζω όταν κερδίζω», «με αποδέχεται και με αγαπάει μόνο όταν κερδίζω».
Μα με ένα τέτοιο σκεπτικό, πώς μπορούμε να περιμένουμε το παιδί να αγωνιστεί χωρίς άγχος;
Όταν σκέφτεται τις αντιδράσεις του γονιού του γνωρίζοντας πως αυτό που μετράει πάση θυσία είναι η νίκη;
Όσον αφορά την κριτική στις αποφάσεις του προπονητή, πώς μπορούμε να περιμένουμε από το παιδί να έχει εμπιστοσύνη και να συνεργαστεί αρμονικά με τον προπονητή όταν εμείς μέσω της κριτικής μας (γιατί εμείς από την κερκίδα προφανώς ξέρουμε καλύτερα από εκείνον που έχει σπουδάσει το αντικείμενο), όταν τον έχουμε αμφισβητήσει και αποδομήσει στα μάτια του αθλητή;
Και τι είναι προτιμότερο να κάνουμε;
Όσο και αν είναι δύσκολο γιατί και εμείς μετράμε την αξία μας μέσα από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του παιδιού μας, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως δεν ψηλώνουμε όταν κερδίζει το παιδί μας και δεν κονταίνουμε όταν χάνει.
Αντιθέτως, είμαστε παρόντες και καλά θα κάνουμε να παραμένουμε περήφανοι για την προσπάθεια τόσο του παιδιού μας αλλά και να αναγνωρίζουμε την προσπάθεια των αντιπάλων του, είτε χάνει είτε κερδίζει. Έτσι θα βοηθάμε το παιδί να εστιάζει σε αυτό που μπορεί να ελέγξει, την προσπάθειά του δηλαδή και να αγωνίζεται χωρίς περιττό άγχος για να αποδείξει κάτι.
Παράλληλα όμως θα διαπαιδαγωγούμε το παιδί μας με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο: με το δικό μας παράδειγμα. Γιατί τα λόγια είναι πολύ καλά, όμως συχνά δεν ακούγονται γιατί οι πράξεις μας φωνάζουν περισσότερο.
Η δουλειά μας ως γονείς είναι να διευκολύνουμε το παιδί στην προσπάθειά του και να στεκόμαστε ηθικά στο πλευρό του. Όμως, πέρα από τις απόψεις ενός συμβούλου αθλητικής ψυχολογίας, καλό είναι να ακούσουμε τι πιστεύουν τα ίδια τα παιδιά.
Παρακάτω είναι τα αποτελέσματα μιας έρευνας στην οποία τα παιδιά απάντησαν ποιες συμπεριφορές των γονιών τους τα κάνουν να ντρέπονται και ποιες τα κάνουν να αισθάνονται καλά.
Πράγματα που κάνει ο γονιός μου και ντρέπομαι:
Προσπαθεί να μου πει ποιο ήταν το σωστό μετά τον αγώνα
Μου παριστάνει τον προπονητή
Μου λέει τι έκανα λάθος μετά τον αγώνα
Του ζήτησαν να αποχωρήσει από το γήπεδο
Εξοργίστηκε με τους διαιτητές. Δεν είναι η δουλειά του
Κοροϊδεύει άλλους αθλητές, αντιπάλους, διαιτητές
Φωνάζει στον προπονητή
Είναι απογοητευμένος από εμένα αντί να με καθησυχάσει
Πράγματα που κάνει ο γονιός μου και εκτιμώ:
Βρίσκει χρόνο να έρθει να με δει να παίζω
Μου φέρνει να φάω κάτι μετά τον αγώνα
Υποστηρίζει όλη την ομάδα, όχι μόνο εμένα
Υποστηρίζει την ομάδα ακόμα και όταν χάνουμε οικτρά!
Μου λέει ότι έπαιξα καλά
Είναι περήφανος για εμένα ακόμα και όταν χάνω
Είναι χαμηλών τόνων εκτός κι αν χαίρεται και πανηγυρίζει με όλους τους άλλους
Ποτέ δεν φωνάζει στον προπονητή και τους διαιτητές
Έχει καλές σχέσεις με τους άλλους γονείς και αθλητές
Οι γονείς, έχουμε μεγάλη ευθύνη και δυνατότητα να συμβάλλουμε τόσο στα οφέλη που θα έχει το παιδί μας από τον αθλητισμό, άμεσα και μακροπρόθεσμα στη ζωή του, εξελισσόμενο σε έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο με αυτοπεποίθηση και όχι σε έναν δούλο στην αρένα. Επιπλέον όμως, έχουμε και την ευθύνη να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας υγιούς αθλητικού πνεύματος.
Γιατί ο αθλητισμός είναι πολύ περισσότερο από μετάλλια και κραυγές, για να τον ευτελίζουμε αντιμετωπίζοντας τον ως κάτι τέτοιο.