Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Η δύναμη του εμβολίου


Βελόνα και... ζωή. Αυτό είναι ουσιαστικώς το μήνυμα πίσω από μια από τις σημαντικότερες πράξεις... αγάπης προς τον εαυτό μας αλλά και προς τους γύρω μας, που δεν είναι άλλη από τον εμβολιασμό.
Ενα «δώρο» της επιστήμης προς τον άνθρωπο που έρχεται στο προσκήνιο με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Εμβολιασμού που μόλις ολοκληρώθηκε (21-27 Απριλίου), καθώς τα εμβόλια αποτελούν κύριους «συμμάχους» στον αγώνα των ειδικών ενάντια στους λοιμώδεις «εχθρούς» με στόχο να μακραίνει η... κλωστή της υγείας του παγκόσμιου πληθυσμού. 
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τα εμβόλια σώζουν περισσότερες από 3 εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως κάθε χρόνο και προφυλάσσουν ακόμη περισσότερους ανθρώπους από νόσο ή και ισόβια αναπηρία. 
Η ευρεία διάδοση των προγραμμάτων εμβολιασμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι χάρη στα εμβόλια η ευρωπαϊκή περιοχή του ΠΟΥ έχει ήδη χαρακτηριστεί  ελεύθερη πολιομυελίτιδας την τελευταία 10ετία, ενώ τα κρούσματα ιλαράς έχουν εμφανίσει μείωση που ξεπερνά το 90% από το 2002 ως σήμερα. 
Πού βρίσκεται λοιπόν εμβολιαστικά η Ελλάδα; Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν για τη χώρα μας αφορούν το 2006 και έχουν προκύψει από μελέτη ειδικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας  (ΕΣΔΥ). 
Οπως αναφέρει  ο επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης, καθηγητής στον τομέα Υγείας Παιδιού στην ΕΣΔΥ κ. Τάκης Παναγιωτόπουλος «από τη μελέτη μας που περιελάμβανε περί τα 5.000 παιδιά Α’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου από 58 σχολικά τμήματα της χώρας, τα Ελληνόπουλα είναι σε γενικές γραμμές καλά εμβολιασμένα». Συγκεκριμένα, για τις περισσότερες δόσεις των εμβολίων που εντάχθηκαν στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών πριν από το 1990 (διφθερίτιδας - τετάνου - κοκκύτη, πολιομυελίτιδας, ιλαράς - ερυθράς - παρωτίτιδας) κατεγράφησαν πολύ υψηλά επίπεδα εμβολιασμού, της τάξεως του 98%-99%.
 Ωστόσο, αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούσε η λήψη της δεύτερης δόσης του εμβολίου ιλαράς - ερυθράς - παρωτίτιδας (MMR), όπου η κάλυψη δεν ξεπερνούσε το 77% – στην παραμέληση λήψης της δεύτερης δόσης αποδίδεται και η επιδημία ιλαράς που «ξέσπασε» στη χώρα μας το 2010, σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο.
Για τα εμβόλια που εντάχθηκαν στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών ως την αρχή της δεκαετίας του 2000 (ηπατίτιδας Β και αιμόφιλου ινφλουέντσας τύπου b) εμφανίστηκε υψηλή κάλυψη της τάξεως του 90%-95%. Ωστόσο για τα εμβόλια που εντάχθηκαν στο Πρόγραμμα το 2006 η εμβολιαστική κάλυψη φάνηκε να ποικίλλει. Για παράδειγμα σε ό,τι αφορούσε τον μηνιγγιτιδόκοκκο C είχαν εμβολιαστεί επτά στα 10 παιδιά κατά τη διεξαγωγή της μελέτης. 
Σε ό,τι αφορούσε όμως τα εμβόλια για τον πνευμονιόκοκκο και την ανεμοβλογιά τα ποσοστά κάλυψης ήταν πολύ χαμηλά – 5% και 13% αντιστοίχως (πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα εμβόλια αυτά κυκλοφόρησαν ελάχιστο διάστημα πριν από τη διεξαγωγή της μελέτης).
Ο κ. Παναγιωτόπουλος υπογραμμίζει ότι από τη μελέτη προέκυψε επίσης ότι υπάρχουν κάποιες ομάδες του παιδικού πληθυσμού που υπολείπονται σημαντικά σε ό,τι αφορά τους εμβολιασμούς. «Πρόκειται για τα παιδιά μεταναστών στα οποία εμφανίζονταν μέτρια επίπεδα κάλυψης για όλα τα εμβόλια καθώς και τα παιδιά των Ρομά στα οποία τα ποσοστά κάλυψης είναι πολύ χαμηλά». Πράγματι, σύμφωνα με τελευταία ανεπίσημα στοιχεία, καθώς είναι δύσκολη η καταγραφή των εμβολιασμών στους Ρομά, εκτιμάται ότι τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης στον συγκεκριμένο πληθυσμό κυμαίνονται μεταξύ του 5% και του 8%. 
Και οι ενήλικοι χρειάζονται εμβόλια
Η όλη σύγχυση που προκλήθηκε το 2009 έκανε τους ειδικούς της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών να αποφασίσουν να δημιουργήσουν για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα για τον εμβολιασμό των ενηλίκων, ο οποίος θα αποτελεί «μπούσουλα» προς γνώση και συμμόρφωση. Ετσι στα τέλη του περασμένου έτους έκανε την εμφάνισή του το πρόγραμμα εμβολιασμού ενηλίκων το οποίο, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντόπουλο, «υπενθυμίζει σε όλους ότι οι εμβολιασμοί δεν σταματούν στην παιδική ηλικία». 
Ο καθηγητής εξηγεί ότι ο κάθε ενήλικος, σε περίπτωση που δεν είναι σίγουρος σχετικά με το αν έχει νοσήσει με κάποιο λοιμώδες νόσημα που καλύπτεται από τα υπάρχοντα εμβόλια, θα πρέπει να υποβληθεί σε ειδικές εξετάσεις ανάλογα με την περίπτωση. «Αν φανεί ότι δεν έχει ανοσία, θα πρέπει να κάνει το αντίστοιχο εμβόλιο. Παράλληλα όλα τα άτομα 50 ετών και άνω πρέπει να υποβάλλονται σε εμβόλιο για τη γρίπη και 60 ετών και άνω σε εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο». 
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών σε παιδιά και εφήβους