Περίπου 2.500.000 Έλληνες πάσχουν από κάποια ρευματική πάθηση, καθιστώντας τις ρευματικές παθήσεις, μέγιστο κοινωνικό πρόβλημα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα πανελλήνιας επιδημιολογικής έρευνας, που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογικών Ερευνών (ΕΙΡΕ), οι ρευματικές παθήσεις σε σύγκριση με όλες τις άλλες ομάδες παθήσεων, ευθύνονται για 40% των χρόνιων προβλημάτων υγείας, 50% της μακροχρόνιας λειτουργικής ανικανότητας (αναπηρικές συντάξεις κ.λπ.), 30% των απουσιών από την εργασία και 20% της χρήσης υπηρεσιών υγείας (ιατρικές επισκέψεις, χρήση φαρμάκων), τόσο στο σύνολο του γενικού πληθυσμού, όσο και στον εργαζόμενο πληθυσμό, δηλαδή στα άτομα ηλικιών 19-65 ετών.
Οι ρευματικές παθήσεις είναι πολλές, περίπου 200, και αφορούν το μυοσκελετικό σύστημα, δηλαδή τις αρθρώσεις, τους τένοντες, τους μύες, τα οστά και τη σπονδυλική στήλη, ενώ κύριο και κοινό σύμπτωμά τους είναι ο πόνος σε αρθρώσεις, ή τένοντες, μέση ή αυχένα.
Για ορισμένες ρευματικές παθήσεις υπάρχουν δυνατότητες πρόληψης και σήμερα είναι εφικτή η αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπισή τους και η δραστική μείωση των δυσμενών τους επιπτώσεων με δύο προϋποθέσεις -όπως έδειξε η έρευνα του ΕΙΡΕ- την έγκαιρη διάγνωση και την πρώιμη και ορθή θεραπευτική παρέμβαση. Ωστόσο, πολλοί Έλληνες ασθενείς με ρευματικές παθήσεις δεν είναι χρήστες των σύγχρονων θεραπευτικών δυνατοτήτων, που τους προσφέρει η Ρευματολογία κι αυτό γιατί οι περισσότεροι ασθενείς με ρευματικές παθήσεις καθυστερούν πολύ να επισκεφθούν τους ειδικούς γιατρούς, δηλαδή τους ρευματολόγους.
Η καθυστέρηση έχει ως αποτέλεσμα τη μη ορθή διάγνωση και τη μη εφαρμογή σωστής θεραπείας και εντέλει την πρόκληση μη αναστρέψιμων βλαβών στις αρθρώσεις, ή και σε άλλα όργανα, καθώς και την πρόκληση σοβαρών λειτουργικών διαταραχών ή αναπηρίας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα πανελλήνιας επιδημιολογικής έρευνας, που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογικών Ερευνών (ΕΙΡΕ), οι ρευματικές παθήσεις σε σύγκριση με όλες τις άλλες ομάδες παθήσεων, ευθύνονται για 40% των χρόνιων προβλημάτων υγείας, 50% της μακροχρόνιας λειτουργικής ανικανότητας (αναπηρικές συντάξεις κ.λπ.), 30% των απουσιών από την εργασία και 20% της χρήσης υπηρεσιών υγείας (ιατρικές επισκέψεις, χρήση φαρμάκων), τόσο στο σύνολο του γενικού πληθυσμού, όσο και στον εργαζόμενο πληθυσμό, δηλαδή στα άτομα ηλικιών 19-65 ετών.
Οι ρευματικές παθήσεις είναι πολλές, περίπου 200, και αφορούν το μυοσκελετικό σύστημα, δηλαδή τις αρθρώσεις, τους τένοντες, τους μύες, τα οστά και τη σπονδυλική στήλη, ενώ κύριο και κοινό σύμπτωμά τους είναι ο πόνος σε αρθρώσεις, ή τένοντες, μέση ή αυχένα.
Για ορισμένες ρευματικές παθήσεις υπάρχουν δυνατότητες πρόληψης και σήμερα είναι εφικτή η αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπισή τους και η δραστική μείωση των δυσμενών τους επιπτώσεων με δύο προϋποθέσεις -όπως έδειξε η έρευνα του ΕΙΡΕ- την έγκαιρη διάγνωση και την πρώιμη και ορθή θεραπευτική παρέμβαση. Ωστόσο, πολλοί Έλληνες ασθενείς με ρευματικές παθήσεις δεν είναι χρήστες των σύγχρονων θεραπευτικών δυνατοτήτων, που τους προσφέρει η Ρευματολογία κι αυτό γιατί οι περισσότεροι ασθενείς με ρευματικές παθήσεις καθυστερούν πολύ να επισκεφθούν τους ειδικούς γιατρούς, δηλαδή τους ρευματολόγους.
Η καθυστέρηση έχει ως αποτέλεσμα τη μη ορθή διάγνωση και τη μη εφαρμογή σωστής θεραπείας και εντέλει την πρόκληση μη αναστρέψιμων βλαβών στις αρθρώσεις, ή και σε άλλα όργανα, καθώς και την πρόκληση σοβαρών λειτουργικών διαταραχών ή αναπηρίας.